Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῆς ναυαρχίας

См. также в других словарях:

  • Τελευτίας — Επιφανής Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου. Κατά τον Κορινθιακό πόλεμο (395 387 π.Χ.) υπήρξε περισσότερο από 2 χρόνια ναύαρχος του στόλου των Λακεδαιμονίων. Κατά το 391 έγινε κύριος του Κορινθιακού κόλπου και έτσι με τη …   Dictionary of Greek

  • ναυαρχία — η (Α ναυαρχία) [ναύαρχος] 1. αρχηγία, διοίκηση στόλου, εξουσία ή δικαιοδοσία ναυάρχου 2. χρονική διάρκεια τής αρχηγίας ενός ναυάρχου («τῆς ναυαρχίας παρεληλυθυίας Λύσανδρον ἐξέπεμψαν ναύαρχον», Ξεν.) αρχ. 1. ναυτική υπεροχή, ηγεμονία στη θάλασσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»